- ἀδικοῦν
- ἀδικέωto bepres part act masc voc sg (attic epic doric)ἀδικέωto bepres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… … Dictionary of Greek
κλοτσοσκούφι — το 1. είδος παιχνιδιού. 2. φρ., «Tον έχουν κλοτσοσκούφι», τον αδικούν όλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιρολογήτρα — η 1. γυναίκα που κλαίει τους νεκρούς συνήθως με αμοιβή: Μαυροντυμένες μοιρολογήτρες περιστοίχιζαν το φέρετρο. 2. μτφ., άνθρωπος μεμψίμοιρος, απαισιόδοξος, κλαψιάρης: Είναι μοιρολογήτρα και νιώθει ότι όλοι την αδικούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)